Αλέξανδρος Κοσματόπουλος, Συγγραφέας
«Εγένετο δε μετά τους λόγους τούτους ωσεί ημέραι οκτώ και παραλαβών τον Πέτρον και Ιωάννην και Ιάκωβον ανέβη εις το όρος προσεύξασθαι. και εγένετο εν τω προσεύχεσθαι αυτόν το είδος του προσώπου αυτού έτερον και ο ιματισμός αυτού λευκός εξαστράπτων. και ιδού άνδρες δύο συνελάλουν αυτώ, οίτινες ήσαν Μωυσής και Ηλίας, οί οφθέντες εν δόξη έλεγον την έξοδον αυτού ην έμελλε πληρούν εν Ιερουσαλήμ.
ο δε Πέτρος και οι συν αυτώ ήσαν βεβαρημένοι ύπνω∙ διαγρηγορήσαντες δε είδον την δόξαν αυτού και τους δύο άνδρας τους συνεστώτας αυτώ. και εγένετο εν τω διαχωρίζεσθαι αυτούς απ’ αυτού είπεν ο Πέτρος προς τον Ιησούν∙ επιστάτα, καλόν εστιν ημάς ώδε είναι· και ποιήσωμεν σκηνάς τρεις, μίαν σοι και μίαν Μωυσεί και μίαν Ηλία, μη ειδώς ό λέγει. ταύτα δε αυτού λέγοντος εγένετο νεφέλη και επεσκίασεν αυτούς∙ εφοβήθησαν δε εν τω εισελθείν αυτούς εις την νεφέλην· και φωνή εγένετο εκ της νεφέλης λέγουσα∙ ούτος εστιν ο υιός μου ο αγαπητός, αυτού ακούετε. και εν τω γενέσθαι την φωνήν ευρέθη Ιησούς μόνος. και αυτοί εσίγησαν και ουδενί απήγγειλαν εν εκείναις ταις ημέραις ουδέν ων εωράκασιν»
Κατά Λουκάν 9, 28-36
(Οκτώ περίπου μέρες μετά τα λόγια αυτά που είπε ο Ιησούς, πήρε τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο και ανέβηκε στο βουνό να προσευχηθεί. Και ενώ προσευχόταν άλλαξε η όψη του προσώπου του και τα ενδύματά του έγιναν λευκά και αστραφτερά. Αίφνης, δυο άντρες φάνηκαν να συνομιλούν μαζί του∙ ήταν ο Μωϋσής και ο Ηλίας, οι οποίοι φανερώθηκαν με λαμπρότητα και μιλούσαν για τον θάνατό του που έμελλε να συμβεί στην Ιερουσαλήμ. Ο Πέτρος και οι σύντροφοί του είχα πέσει σε βαθύ ύπνο. Όταν ξύπνησαν, είδαν την δόξα του και τους δυο άντρες που στέκονταν μαζί του. Και καθώς αυτοί αποχωρίζονταν από τον Ιησού, του είπε ο Πέτρος, «Διδάσκαλε, καλό είναι για μας να μείνουμε εδώ, και να κάνουμε τρεις σκηνές, μία για σένα, μία για τον Μωυσή και μία για τον Ηλία», χωρίς να ξέρει τι λέγει. Ενώ δε έλεγε αυτά ήρθε ένα σύννεφο και τους σκέπασε. Οι μαθητές μόλις βρέθηκαν μέσα στο σύννεφο φοβήθηκαν. Ακούστηκε τότε μέσα από το σύννεφο μια φωνή που έλεγε∙ «Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, αυτόν να ακούτε». Αφού ακούστηκε η φωνή βρέθηκε ο Ιησούς μόνος. Αυτοί σιώπησαν και δεν είπαν τις ημέρες εκείνες σε κανέναν τίποτε από όσα είχαν δει).
«Αν θέλει κανείς να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του και σηκώνοντας κάθε μέρα τον σταυρό του ας με ακολουθεί. Γιατί όποιος θέλει να σώσει την ψυχή του αυτός θα τη χάσει, κι εκείνος που θα χάσει την ψυχή του εξ αιτίας μου, αυτός θα τη σώσει. Τι θα ωφεληθεί ο άνθρωπος αν κερδίσει όλο τον κόσμο, αλλά χάσει τον εαυτό του ή υποστεί ζημιά;» (Λουκ. 9, 23-26).
Οκτώ περίπου ημέρες μετά απ’ τους λόγους τούτους προς τους μαθητές του, και σε όσους θέλουν να τον ακολουθήσουν, ο Ιησούς παραλαμβάνει τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη και ανεβαίνει στο όρος Θαβώρ για να προσευχηθεί. Καθότι σε βουνό, ανάμεσα ουρανού και γης, ελάμβαναν συχνά χώρα γεγονότα της θείας αποκαλύψεως. Και καθώς προσευχόταν άλλαξε η όψη του προσώπου του, και τα ενδύματά του έγιναν λευκά και αστραφτερά. Οι μαθητές, κουρασμένοι απ’ την ανάβαση, είχαν αποκοιμηθεί, όμως ξυπνούν, και βλέπουν τον Μωυσή και τον Ηλία, περιβεβλημένους την ίδια λαμπρότητα, να συνομιλούν με τον Ιησού για τον θάνατο και την έξοδό του από τον κόσμο, που έμελλε να συμβεί στην Ιερουσαλήμ.
Η συνομιλία του Ιησού με τον νομοθέτη Μωυσή και τον προεξάρχοντα των προφητών Ηλία, για τον καιρό της εξόδου του και τον επερχόμενο σταυρικό του θάνατο, δείχνει την αποδοχή του προορισμού του πάνω στη γη. Η παρουσία των δύο αυτών προσώπων που υπήρξαν Θεόπτες (αφού στον πρώτο ο Θεός παρουσιάστηκε υπό τη μορφή της φλεγόμενης βάτου, και ο έτερος τον άκουσε ως φωνή αύρας λεπτής), καθώς και η φωνή του Πατρός από τη φωτεινή νεφέλη που τους σκεπάζει στο Θαβώρ, σηματοδοτούν το βάθος της ενότητας που διέπει τις δύο Διαθήκες, την Παλαιά και την Καινή, ως ενιαίας επιτέλεσης της αποκαλύψεως του Θεού. Η εκ της νεφέλης φωνή για μια ακόμα φορά βεβαιώνει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Υιός του Θεού∙ Ούτος εστιν ο υιός μου ο αγαπητός, αυτού ακούετε. Είναι η ίδια φωνή που ακούγεται και κατά την βάπτιση του Ιησού∙ Ούτος εστιν ο υιός μου ο αγαπητός (Ματθ. 3, 17).
Κατά τον Ησαΐα ο Ιησούς αναγγέλλεται ως ο πάσχων δούλος του Θεού που οδεύει οικειοθελώς προς το πάθος∙ Ανηγγείλαμεν εναντίον αυτού ως παιδίον, ως ρίζα εν γη διψώση, ουκ έστιν είδος αυτώ ουδέ δόξα∙ και είδομεν αυτόν, και ουκ είχεν είδος ουδέ κάλλος∙ αλλά το είδος αυτού άτιμον εκλείπον παρά πάντας ανθρώπους, άνθρωπος εν πληγή ων και ειδώς φέρειν μαλακίαν, ότι απέστραπται το πρόσωπον αυτού, ητιμάσθη και ουκ ελογίσθη (Ησ. 53, 2-3).
(Αναγγείλαμε τον ερχομό του ωσάν μικρού παιδιού, σαν ρίζα που φυτρώνει σε γη διψασμένη. Δεν είχε εμφάνιση ένδοξη και ελκυστική, και η παρουσία του ήταν χωρίς τιμή και ασήμαντη ανάμεσα στους ανθρώπους. Άνθρωπος που θα πληγωθεί και εν γνώσει του θα υποφέρει την καταφρόνια, διότι οι άνθρωποι θα αποστρέψουν το βλέμμα τους από το πρόσωπό του, θα τον ατιμάσουν και δεν θα τον λογαριάσουν).
Από την κατάσταση του πάσχοντος δούλου με την οποία εμφανίστηκε στον κόσμο, ως άνθρωπος περιφρονημένος και εγκαταλελειμμένος, χωρίς κάλλος και μορφή ελκυστική, στο όρος Θαβώρ μεταμορφώνεται, και αναγνωρίζεται η θεϊκή του προέλευση. Δεν είναι μόνον ο πάσχων δούλος, αλλά και ο Υιός του Θεού.
Στη Μεταμόρφωση ο Χριστός φανερώνεται σε όλη του τη δόξα παραπέμποντας στην Ανάσταση, στην ύπαρξη του πνευματικού κόσμου της βασιλείας του Θεού· όπως ένα πρόσωπο που φανερώνεται μέσα σε ένα φως που δεν είχαμε υποψιαστεί, ικανό να ανατρέψει όλα τα δεδομένα της ζωής μας, διανοίγοντας την όρασή μας σε ένα επίπεδο επίγνωσης που δεν γνωρίζαμε καν την ύπαρξή του. Περιβάλλεται από ένα φως που διαπερνά τα σκότη, και μπορούμε να το αισθανθούμε όταν η καρδιά μας ησυχάζει και είναι ανοιχτή και διάφανη.
Σε πολλές ζωγραφικές αποτυπώσεις της Μεταμόρφωσης, οι απόστολοι φαίνονται να ανατρέπονται από τη θέα της θείας δόξας, δείχνοντας την αδυναμία του ανθρώπου να αντέξει και να μεθέξει του θείου φωτός. Η παρουσία του Θαβωρείου φωτός ωστόσο μεταμορφώνει τον άνθρωπο, και η μεταμόρφωση του ανθρώπου διαρρηγνύει τους δερμάτινους χιτώνες της ατομικότητας, διανοίγοντας τους νοητούς οφθαλμούς του. Το άτομο παύει να είναι απλώς άτομο, αποκτώντας άλλη χωρητικότητα, καθώς μέσα του χωρά και ο πλησίον, ο άλλος.
Σε ένα τέτοιο μεταίχμιο κινούνται και οι μαθητές, ανάμεσα στο θείο και το φυσικό φως, ανάμεσα σε δύο οράσεις, καθώς ο Μωυσής και ο Ηλίας συνομιλούν με τον Ιησού για την έξοδό του από τον κόσμο. Αν και είχε προηγηθεί η αναγνώριση του Ιησού ως Υιού του Θεού από τον Πέτρο, ο μαθητής δεν είχε συνειδητοποιήσει την σημασία των λόγων που είχε εκφέρει, αντιμετωπίζοντας τον Ιησού με τα κοινωνικά και ηθικά δεδομένα που γνώριζε (Ματθ. 16, 13-18). Γι’ αυτό και αντιδρά όταν ο Ιησούς μιλώντας για το μαρτύριό του προλέγει τα όσα μέλλει να πάθει από αρχιερείς και γραμματείς, και ότι θα θανατωθεί και την τρίτη μέρα θα αναστηθεί, προσπαθώντας να τον αποτρέψει από μια τέτοια καταισχύνη. Ο τρόπος του θανάτου του Ιησού, κι ακόμη περισσότερο η Ανάσταση, θα έπρεπε να ηχούν ακατανόητα στα αυτιά των μαθητών.
Και εγένετο εν τω διαχωρίζεσθαι αυτούς απ’ αυτού είπεν ο Πέτρος προς τον Ιησούν∙ επιστάτα, καλόν εστιν ημάς ώδε είναι· και ποιήσωμεν σκηνάς τρεις, μίαν σοι και μίαν Μωυσεί και μίαν Ηλία, μη ειδώς ό λέγει (Λουκ. 9, 33). Ο Πέτρος προτείνει να φτιάξουν τρεις σκηνές και να μείνουν εκεί, μη γνωρίζοντας τι λέγει, εκφράζοντας ωστόσο την άπειρη νοσταλγία του, τη μύχια επιθυμία των μαθητών να παραμείνουν στον πνευματικό κόσμο, με την παρουσία των πρόσωπων στα οποία συγκεφαλαιώνονται η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη. Ήθελαν να μείνουν εκεί για πάντα, όπως συμβαίνει τις στιγμές που κάτι μας γεμίζει με ανείπωτη χαρά, με την πληρότητα ενός όλβου που δεν προσφέρει ο κόσμος.
Σαν να εύχονταν να σταματήσει ο χρόνος και να μείνουν για πάντα στη θαυμαστή ειρήνη της μεταμορφωμένης οικουμένης που οι άνθρωποι προσδοκούν, αλλά παραμένει κρυφή και ξένη μέσα στο σκοτεινό, παγωμένο, και ορφανεμένο κόσμο. Είναι τόσο κυριαρχημένοι, τόσο έκθαμβοι από το όραμα που είδαν και απ’ την ατμόσφαιρα που τους τύλιξε, που η γλώσσα τους βουβαίνεται, και δεν λένε τίποτα, μήτε σχολιάζουν, μήτε διηγούνται το συμβάν σε όσους συναντούν.
Η πορεία προς το τέλος ωστόσο μόλις άρχιζε…
Απόσπασμα από το κεφάλαιο η «Μεταμόρφωση», από το βιβλίο του Αλέξανδρου Κοσματόπουλου, το «Αναγνωστικό των Ευαγγελίων», των εκδόσεων Πατάκης.
Πηγή: https://www.pemptousia.gr/2021/08/alexandros-kosmatopoulos-sti-metamorfosi-o-christos-faneronete-se-oli-tou-ti-doxa-parapempontas-stin-anastasi/
Leave a Reply