Οι όσιοι Πατέρες Παρθένιος και Ευμένιος: Οι νέοι κτήτορες του Κουδουμά.
Δυό αδέλφια από το χωριό Πιτσίδια, ο Νικόλαος που γεννήθηκε το 1829 και ο Εμμανουήλ, που γεννήθηκε το 1846, έμελλε να ανανεώσουν την μοναστική πολιτεία της Νότιας Κεντρικής Κρήτης, να καταξιώσουν με τον Άγιο βίο τους τα ασκητικά κέντρα της περιοχής και να αναδείξουν τη μονή Κουδουμά αφού έγιναν οι νέοι κτήτορες. Σωστά γράφτηκε πως οι όσιοι Πατέρες με την αγιόμορφη πορεία τους μεταμόρφωσαν τον Κουδουμά σε πνευματικό θεραπευτήριο.
Το σωτήριο έτος 1858 αποτελεί την αφετηρία της αφιέρωσης των δυό αυταδέλφων. Το ιστορικό μοναστήρι της Οδηγήτριας υπήρξε το πρώτο πνευματικό καταφύγιο. Όλη η περιοχή ανέπνεε το άρωμα της αγιοσύνης. Κοντά στους Καλούς Λιμένες, δίπλα στο Αγιοφάραγγο, ανάμεσα σε ερημωμένα παλαιά ασκητήρια και σπήλαια, όπου εγκαταβίωναν πολλούς αιώνες πριν άνθρωποι της άσκησης και της προσευχής.
Ο Νικόλαος ήταν 29 ετών, ο Εμμανουήλ, παιδί αμούστακο, μόλις δώδεκα χρονών. Έμειναν στην Οδηγήτρια επτά χρόνια, μέχρι το 1865, ως δόκιμοι. Το 1862 ο Νικόλαος πήρε ρασοευχή με το όνομα Νέστωρ (27 Αυγούστου 1862). Το 1865 τον ακολούθησε ο αδελφός του Εμμανουήλ. Έγινε ρασοφόρος και πήρε το όνομα Μεθόδιος. Ήταν μόλις 19 ετών.
Ο Νέστωρ ασκούσε τελεία υπακοή μέσα στο μοναστήρι, λειτουργώντας ως παράδειγμα για τον μικρό αδελφό του Μεθόδιο. Ήταν τότε ηγούμενος ο δυναμικός και φλογερός πατριώτης Γεράσιμος Μανιδάκης, γνωστός για την εθνική του δράση. Ο ηγούμενος έριξε όλο το βάρος και τη φροντίδα στη συντήρηση και ανάδειξη του Σπηλαίου στο Μάρτσαλο όπου και ο ναός του Ευαγγελισμού. Επιλέγησαν οι δυό αδελφοί Νέστωρ και Μεθόδιος να εγκατασταθούν στο Μάρτσαλο και να έχουν την φροντίδα αυτού του Αγίου σπηλαιώδους τόπου, ο οποίος επειδή βρισκόταν στην είσοδο του Αγιοφάραγγου, τον επισκέπτονταν πλήθη προσκυνητών και ήταν απαραίτητη η καθημερινή παρουσία μοναχών. Σ’ ένα κελλί πάνω στο βράχο οι δυό αδελφοί εκτελούσαν μέρα–νυχτα τα μοναστικά τους καθήκοντα και εξυπηρετούσαν τους αδελφούς προσκυνητές.
Τα δυό αδέλφια στο Μάρτσαλο εφάρμοσαν αυστηρό πρόγραμμα ασκήσεως όμως έζησαν για λίγο καιρό μέσα στην ησυχία, διότι σύντομα μαθεύτηκε η αρετή τους και πλήθη ανθρώπων, συνέρρεαν για να πάρουν την ευχή τους.
Λίγο αργότερα κηρύχθηκε η επανάσταση του 1866 και οι Τούρκοι προέβησαν σε λεηλασίες, φτάνοντας μέχρι και το Μάρτσαλο, όπου κατέστρεψαν ακόμη και τις εικόνες της εκκλησίας. Μετά την καταστροφή, τα δυό αδέλφια αποκατέστησαν τις ζημιές και ζήτησαν από τον ηγούμενο Γεράσιμο να τους κείρει Μεγαλόσχημους μοναχούς.
Ο ηγούμενος πήγε στο Μάρτσαλο και τους έκειρε Μεγαλόσχημους. Τότε ο Νέστωρ ονομάστηκε Παρθένιος και ο Μεθόδιος Ευμένιος. Οι δυό αδελφοί αύξησαν τους ασκητικούς αγώνες τους, ευαρεστώντας το Θεό. Ο Όσιος Παρθένιος φορούσε αλυσίδες κατάσαρκα και τρίχινο ράσο ακόμη και τους θερινούς μήνες. Το 1868 με πρωτοβουλία του ηρωικού ηγουμένου Γερασίμου, ο Επίσκοπος Πέτρας Μελέτιος χειροτόνησε διάκονο τον Ευμένιο στην Ιερά Μονή Οδηγήτριας και το 1870 ο Επίσκοπος Αρκαδίας Γρηγόριος τον χειροτονεί πρεσβύτερο. Έτσι η Παναγία στο Μάρτσαλο απόκτησε εφημέριο.
Παρόλα αυτά ο πολύς κόσμος, που επισκεπτόταν το προσκύνημα δεν άφηνε περιθώρια στους δυό αδελφούς να αφιερώσουν περισσότερο χρόνο για την δική τους πνευματική πορεία. Γι αυτό αναζητώντας την περισυλλογή της ερήμου έφυγαν από το Μάρτσαλο. Γράφει γι αυτούς ο π. Χρυσόστομος Παπαδάκης: «…παίρνοντας τα απαραίτητα ρούχα, βιβλία και τροφή, τράβηξαν νότια. Στα ευλογημένα παράλια που γνώρισαν τον Απόστολο Παύλο. Πέρασαν τους Καλούς Λιμένες και συνέχισαν ανατολικά». Έφυγαν το 1874. Τέσσερα χρόνια περιπλανήθηκαν σε χαράδρες, παραλίες και βουνοπλαγιές, προσευχόμενοι και νηστεύοντες. Κατοίκησαν σε παλαιά ασκητήρια, από τα οποία είναι διάσπαρτα τα Αστερούσια Όρη. Αν μπορούσαν όλα αυτά τα σπήλαια να μιλήσουν, θα μας φανέρωναν τις ολονύχτιες προσευχές και τα δάκρυα των Αγίων αυτών ασκητών, ερημιτών Πατέρων.
Η αναζήτησή τους δεν είχε τελειωμό. Στα διάφορα σπήλαια που έμειναν τρέφονταν με άγρια χόρτα και νερό. Συχνά κάποιοι βοσκοί των ερήμων αυτών περιοχών τους πρόσφεραν παξιμάδι, γάλα η τυρί, που έτρωγαν τις Κυριακές. Χωρικοί τους εξοικονομούσαν λίγο αλεύρι για να παρασκευάζουν το πρόσφορο και να κοινωνούν σε κάποιο από τα μικρά και ταπεινά εξωκκλήσια που λειτουργούσε ως ιερομόναχος ο Ευμένιος. Ύστερα από την σκληρή καθημερινή δοκιμασία των τεσσάρων ετών (1874-1878) κατέληξαν στο παραθαλάσσιο μοναστήρι του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου με τον σπηλαιώδη ναό, στολισμένο με περίφημες τοιχογραφίες του 1360 και με πολλά σπήλαια-κελλιά, που έδειχναν πως στην περίοδο της βενετοκρατίας, το μοναστήρι είχε πολλούς μοναχούς και μεγάλη ιστορία. Υπήρχε τότε στον Άγιο Ιωάννη (στην παραλία των Καπετανιανών) ο μοναχός Γεράσιμος Χατζή-Λυχνάς, που τους δέχτηκε με αγάπη και τους φιλοξένησε για μικρό χρονικό διάστημα. Ο Γεράσιμος διατηρούσε σχολείο και δίδασκε τα ιερά γράμματα σε πολλά παιδιά της περιοχής.
Οι δυό αδελφοί δεν ησύχασαν εκεί, γι αυτό κατευθύνθηκαν ανατολικότερα και εγκαταβίωσαν για λίγο στο σπήλαιο του αγίου Αντωνίου, με τις τοιχογραφίες του 14ου αιώνα και τις επτά χτιστές δεξαμενές νερού. Λόγω όμως της συχνής επίσκεψης των βοσκών με τα κοπάδια τους για να τα ποτίσουν οι Όσιοι ησυχαστές αναγκάστηκαν να συνεχίσουν την αναζητητική πορεία τους ανατολικά. Έτσι, κατέληξαν στο Αββακόσπηλιο κοντά στον Κουδουμά. Το Αββακόσπηλιο, ευρύχωρο και ψηλό σπήλαιο με σταλακτίτες και σταλαγμίτες, ήταν γνωστό από τα αρχαία χρόνια όταν εκεί ασκήτευαν οι αββάδες, ασκητές της ερήμου. Αλλά τον περισσότερο καιρό οι όσιοι Πατέρες κατέβαιναν χαμηλότερα από το Αββακόσπηλιο, λίγο πάνω από την θάλασσα, όπου σε γκρεμό υπήρχε μικρό δυσπρόσιτο σπήλαιο. Εκεί βρήκαν απόλυτη ερημία και ησυχία.
Δίπλα τους, πολύ κοντά ήταν η αρχαία Μονή του Κουδουμά. Εκεί υπήρχε σπήλαιο-ναός καθώς και δεκάδες σπήλαια-κελλιά πάνω από τον ποταμό ήδη από τα παλαιοχριστιανικά χρόνια. Άραγε ποιός ξέρει ποιές ασκητικές ψυχές δεν θα είχαν φιλοξενήσει και πόσα δάκρυα δεν θα είχαν αφουγκραστεί, πόσους στεναγμούς και εσώψυχες προσευχές όλων εκείνων που αγάπησαν στη ζωή τους, την ερημία και επέλεξαν επί γης το ζωοφόρο δρόμο του παραδείσου.
Το σωτήριο και “σημαδιακό” έτος 1878 οι δυό όσιοι Πατέρες πατούν τα αγιασμένα χώματα του αρχαίου μοναστηριού.
Ο τόπος του Κουδουμά ήταν άγριος, ακατοίκητος και το κτίσιμο ενός μοναστηριού φάνταζε αδύνατο, μέσα όμως στα χαλάσματα του ερημωμένου Ναού ο Όσιος Παρθένιος ως άλλος Μωυσής είδε και συνομίλησε τρεις φορές με την Υπεραγία Θεοτόκο η οποία τον πρόσταξε λέγοντας: «.. μείνε εδώ να ιδρύσεις Μονύδριον να εκτελείτε τα της μοναδικής πολιτείας καθήκοντα και την τάξιν της ακολουθίας σώαν και μη φοβού διότι Εγώ θα είμαι οικονόμος». Έτσι με την προτροπή της Παναγίας εισέρχονται εις ένα μεγάλο αγώνα για την ίδρυση της Μονής Κουδουμά.
Άρχισαν να κτίζουν το Μοναστήρι στο οποίο δεν υπήρχε παρά λίγο παλαιό τείχος στην Εκκλησία όπως ο Όσιος Ευμένιος αναφέρει στον Επίσκοπο Αρκαδίας Βασίλειο την 08/10/1915 λέγοντας «…ἱδρύσαμε ἐκ βάθρων τὴν Μονήν, μὴ ἔχων τότε εἰμὴ ὀλίγων τεῖχος παλαιὸν ἐν τὴ ἐκκλησία…». Έτσι έφτιαξαν ένα μικρό τμήμα του σημερινού Ναού της Παναγίας εξυπηρετούμενοι σ’ αυτόν στις Ακολουθίες και στις καθημερινές θείες Λειτουργίες τους και διαμένοντες οι ίδιοι εις ένα σπήλαιο παραπλεύρως του Ναού. Τα δυό αδέρφια δεν είχαν καθόλου χρήματα, αλλά τελικά οι άνθρωποι στην περιοχή υποστήριξαν με κάθε τρόπο τους μοναχούς, που είχαν γίνει γνωστοί για την αγιότητά τους και τα θαύματα που πραγματοποιούσαν. Κατά θαυμαστό τρόπο βρήκαν νερό και άνοιξαν πηγάδι για να εξυπηρετούνται οι Πατέρες και οι εργάτες της Μονής.
Για τους αυταδέλφους, μοναχό Παρθένιο και ιερομόναχο Ευμένιο αρχίζει μία νέα εποχή, εποχή επανίδρυσης του μοναστηριού του Κουδουμά, οργάνωσης του ερημητηρίου από απλό ασκητήριο σε δυνατό κοινόβιο, ανοικοδόμηση του νέου ναού της Παναγίας για να αποτελέσει το καθολικό της Μονής. Και με την συμβολή όλων αυτών το μοναστήρι εξελίχτηκε σε λειτουργικό, πνευματικό και προσκυνηματικό κέντρο για τον φιλακόλουθο λαό, κυρίως της Κεντρικής Κρήτης.
Ο σεβάσμιος όσιος Παρθένιος γρήγορα προσέλκυσε πολύ κόσμο, που κατέβαιναν ως προσκυνητές για να τον γνωρίσουν από κοντά, να ακούσουν τις διδαχές του και να διαπιστώσουν το διορατικό και προορατικό χάρισμά του. Παράλληλα, ο όσιος Ευμένιος ως λειτουργός και εξομολόγος δημιουργούσε κατανυχτική ατμόσφαιρα ώστε το μοναστήρι μετατράπηκε “σε κέντρο μετανοίας και πίστεως, από το οποίο ωφελήθηκαν αμέτρητες ψυχές”. Η φήμη των οσίων Πατέρων απλώθηκε και πέρα από την Κρήτη, ιδιαίτερά του οσίου Παρθενίου με τα πολλά θαύματα που ένεκεν της προσευχής του πραγματοποιούσε η Παναγία, τα οποία τόνωναν και ενίσχυαν το ηθικό φρόνημα και την πίστη των χριστιανών.
Πέρα από όλα αυτά οι όσιοι Πατέρες διέθεταν όλη τους την δραστηριότητα στο χτίσιμο του νέου ναού. Την όλη ευθύνη της ομαλής και εύρυθμης λειτουργίας του «ερημητηρίου» της Παναγίας είχε ως ηγούμενος ο όσιος Παρθένιος. Νέοι φιλομόναχοι ήρθαν και πλαισίωσαν την προσπάθεια ανασύστασης της ασκητικής πολιτείας στο Λιβυκό Πέλαγος. Έφτασαν είκοσι μοναχοί σε αριθμό, αλλά και πολλοί δόκιμοι, μάστοροι, εργάτες και εθελοντές ήρθαν ως αρωγοί για να βοηθήσουν, ο καθένας με τις δυνάμεις του, την ανασύσταση της Μονής. Έτσι με τόσες νέες δυνάμεις το μοναστήρι άπλωνε ξανά τις φτερούγες του μεγαλώνοντας και αυξάνοντας την επιρροή του στη νότια κεντρική Κρήτη.
Με την προσέλευση των μοναχών μεγάλωσαν το Ναό της Παναγίας, ο οποίος χτίστηκε με θαυμαστό τρόπο. Το κτίσιμο Ναού στον έρημο τόπο του Κουδουμά ήταν πολύ δύσκολο εγχείρημα, γιατί τα πετρώματα ήταν ακατάλληλα αλλά και η επεξεργασία τους, το πελέκημά τους από τους μάστορες, και με τα εργαλεία της εποχής, καθιστούσαν ακόμη πιο αδύνατη την υλοποίηση του έργου τους. Για το λόγο αυτό οι κτίστες αποφάσισαν να αποχωρήσουν από τη μονή χωρίς να τελειώσουν το έργο. Οι Όσιοι Πατέρες όμως τους παρακάλεσαν να μείνουν για μία νύχτα ακόμη. Εκείνη τη νύχτα οι Πατέρες αφιερώθηκαν με θερμή προσευχή στην Παναγία και Εκείνη έκανε το θαύμα! Το πρωί είχαν βγει από τη θάλασσα λαξευμένες πέτρες, έτοιμες για το κτίσιμο του ναού, ο οποίος ολοκληρώθηκε το 1895. Ο Ναός λέγεται και Θεόκτιστος εξ αιτίας αυτού του θαύματος.
Οι Όσιοι Πατέρες επιδόθηκαν σε μεγάλα ασκητικά παλαίσματα, δυό μόνο ώρες κοιμόντουσαν και αυτό πάνω σε ένα χορταρένιο ψαθί με ένα πέτρινο προσκέφαλο. Τα σώματά τους ήταν σκελετωμένα από την νηστεία, την αγρυπνία, την άσκηση και την πολύμοχθη εργασία για την κατασκευή της Μονής. Δεν έτρωγαν ποτέ κρέας και είχαν μόνο ένα τρίχινο ράσο, το οποίο έπλεναν μια φορά το χρόνο στην θάλασσα και μόνο οι ίδιοι.
Ο Όσιος Παρθένιος ήταν πολύ αυστηρός με τον κανονισμό της μοναχικής ζωής και γι’ αυτό έκανε άβατο το χώρο που διέμεναν οι μοναχοί. Ακόμη και οι δόκιμοι έμεναν εκτός μονής και μάλιστα στα γύρω σπήλαια. Ο όσιος παιδαγωγούσε πολύ αυστηρά αλλά πάντα με γνώμονα την αγάπη και την πνευματική τελείωση των ανθρώπων που του εμπιστεύτηκε ο Θεός. Το χάρισμα και οι διδαχές του οσίου Παρθενίου ασκούσαν μεγάλη πνευματική επιρροή και σύντομα ο Κουδουμάς ανεδείχθη σε μεγάλο πνευματικό κέντρο.
Ο πνευματικός της Μονής ήταν ο Ευμένιος που χειροθετήθηκε από τον Μητροπολίτη Κρήτης Μελέτιο. Ο Όσιος έχοντας πλήρη συναίσθηση της πνευματικής πατρότητας και τηρώντας τους ιερούς κανόνες ανέπαυσε χιλιάδες ψυχές με τις σοφές και πλήρεις Αγίου Πνεύματος συμβουλές του, οδηγώντας τες στη σωτηρία έχοντας φόβο Θεού και καθαρότητα. Οι Όσιοι τόσο χαριτώθηκαν από το Θεό που τα πάντα γύρω τους διαλαλούσαν την αγιότητά τους. Ήταν πράγματι από εκείνους τους ανθρώπους που και μόνο η θέα τους, αρκούσε για να μιλήσει και να πλημυρίσει χαρά και αγαλλίαση την καρδία κάθε προσκυνητή.
Επί ηγουμενίας του οσίου Παρθενίου συναριθμήθηκαν και ως μετόχια του Κουδουμά το μοναστήρι του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου (στην παραλία των Καπετανιανών), οι Τρεις Εκκλησιές, ο βυζαντινός ναός της Παναγίας, το “Κύριε ελέησον” δηλαδή των Καπετανιανών, ο Άγιος Νικήτας και ύστερα από δωρεά του καπετάν Αϊνικολιώτη και ο οικισμός του αγίου Νικολάου στην βόρεια πλευρά των Αστερουσίων.
Το 1905, σε ηλικία εβδομήντα έξι ετών, ο όσιος Παρθένιος κοιμήθηκε. Έτσι όλη την ευθύνη του κοινοβίου ανέλαβε ο όσιος Ευμένιος μέχρι το 1920, που κοιμήθηκε σε ηλικία εβδομήντα τεσσάρων ετών.
Στη γνωστή επιστολή, που έγραψε ο όσιος Ευμένιος στον επίσκοπο Αρκαδίας Βασίλειο (με χρονολογία 08-10-1915) περιγράφει συνοπτικά τους στόχους και την δραστηριότητά του στη Μονή Κουδουμά.
«Ἀπὸ τοῦ ἔτους 1878 ἤτοι ὁλόκληρα 37 ἔτη, θεοφιλέστατε, διαμένω ἐν τῷ ἐρημητηρίῳ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Κουδουμᾶ, ἔνθα κατέφυγον μετὰ τοῦ Μακαρίτου ἀδελφοῦ μου Παρθενίου Μοναχοῦ χάριν μόνον τῆς ψυχικῆς μας σωτηρίας. Τὴν ψυχικήν μας σωτηρίαν, θεοφιλέστατε, καὶ μόνον ταύτην ἐζητήσαμεν ἂπ ἀρχῆς καὶ ἐξακολουθοῦμεν καὶ τώρα διὰ τῶν μεσιτειῶν καὶ παρακλήσεων τῆς Ὑπεραγίας ἠμῶν Θεοτόκου. Ἀλλ’ ἐπειδὴ διὰ τὴν ἰδικήν μας σωτηρίαν, συντελεῖ κατὰ τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ σωτηρία τῶν ἄλλων, ἐδέχθημεν μὲ τὸν μακαρίτην τὸν ἀδελφόν μου ἄλλους ἐλθόντας κατὰ διαφόρους ἐποχᾶς ὡς δοκίμους καὶ κατόπιν ὡς ἀδελφοὺς Μοναχοὺς καὶ οὕτω ἀπηρτίσθη ἀδελφότης ἐξ εἴκοσι περίπου ἀδελφῶν σήμερον….»
Το πέρασμα των οσίων Πατέρων από το μοναστήρι της Παναγίας του Κουδουμά για μισό περίπου αιώνα (1878-1920) θεμελίωσε μία νέα εποχή στη νότια κεντρική Κρήτη, ιδιαίτερα στη αγιασμένη περιοχή των Αστερουσίων και της πεδιάδας της Μεσσαράς. Ο Κουδουμάς έγινε μέγα προσκύνημα, ο πνευματικός βίος όλων των κατοίκων άλλαξε προς το καλύτερο, βελτιώθηκε και απέκτησε νέο ενδιαφέρον, όλες οι οικογένειες κατέβαιναν συνέχεια στο Λιβυκό για χάρη της Παναγίας, για να δεχτούν τα αγιαστικά μέσα.
Η χαρισματική προσωπικότητα του οσίου Παρθενίου νουθετούσε, καταπράυνε τα πάθη, παρηγορούσε, στήριζε, προλάβαινε με το προορατικό χάρισμα, έλυνε προβλήματα, είχε μετατρέψει το Μοναστήρι σε «ιατρείο ψυχών». Ο φιλακόλουθος λαός από την πλευρά του, προσέφερε το κατά δύναμη, ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο το φιλανθρωπικό έργο της Μονής.
Αλλά και ο όσιος Ευμένιος, όταν έμεινε μόνος του (1905-1920) συνέχισε το αγιαστικό, πνευματικό και φιλανθρωπικό έργο του αδελφού του, που είχε κερδίσει τις καρδιές όλων, ιδιαίτερα με τα θαύματα που γίνονταν στο όνομά του.
Από τότε μέχρι και σήμερα το μοναστήρι της Παναγίας στον Κουδουμά άλλαξε και προόδευσε ως προς την οικοδομική του δραστηριότητα και την εξωτερική εμφάνιση ως οργανωμένου μοναστηριού. Διατήρησε επίσης την πολύπλευρη προσφορά του προς τους πιστούς, από το αγιαστικό μέρος μέχρι την φιλοξενία και φιλανθρωπία. Παρόλο ότι σε κάποιες φάσεις, ιδιαίτερα πριν και μετά τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, πέρασε περιόδους κρίσης με συσσωρευμένα πολλά προβλήματα (από το παλαιοημερολογιακό ζήτημα μέχρι τα διοικητικά και ιδιοκτησιακά θέματα, έως και την υποχρεωτική εκκένωση από τους Γερμανούς και τις καταστροφές που επακολούθησαν), εν τούτοις σιγά-σιγά επανήλθε συν Θεώ και με την Χάρη της Παναγίας ανέκτησε την παλαιά του αίγλη, ιδιαίτερα στις μέρες μας μετά το 2000 μ. Χ. Σήμερα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μοναστικά κέντρα της καθ ημάς Ανατολής.
Σύντομο χρονικό, Ιερά Μονή Κουδουμά 2018.
Πηγή: https://www.imkoudouma.gr/oi-osioi-parthenios-kai-evmenios.php
Leave a Reply